κακοφυης

κακοφυης
    κακοφυής
    κᾰκο-φῠής
    2
    дурной по природе
    

(κατὰ τέν ψυνήν Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κακοφυης" в других словарях:

  • κακοφυής — of bad natural qualities masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφυής — ές (AM κακοφυής, ές) αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. (για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται,… …   Dictionary of Greek

  • κακοφυεῖς — κακοφυής of bad natural qualities masc/fem acc pl κακοφυής of bad natural qualities masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφυές — κακοφυής of bad natural qualities masc/fem voc sg κακοφυής of bad natural qualities neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφυέστεραι — κακοφυής of bad natural qualities fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφυΐα — η (Α κακοφυΐα) [κακοφυής] ιατρ. κακή διάπλαση τού σώματος, κακοπλασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»